κατοικάς

κατοικάς
κατοικάς, ἡ (Α)
ποιητ. τ. θηλ. τού κατοικίδιος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάτοικας — ο [κατοικώ] ὁ ο ορνιθώνας …   Dictionary of Greek

  • κατοικάδος — κατοικάς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικίδιος — α, ο (ΑΜ κατοικίδιος, ον, Α ποιητ. θηλ. κατοικάς, Μ θηλ. και α) (για ζώα) αυτός που διαμένει στο σπίτι, αυτός που ζει κοντά στον άνθρωπο (α. «η γάτα είναι κατοικίδιο ζώο» β. «κατοικίδιαι ὄρνεις», Γεωπ.) αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται… …   Dictionary of Greek

  • στρουθός — ο, ΝΜΑ και στρουθός, ἡ, Α (λόγιος τ.) ο σπουργίτης αρχ. 1. γενική ονομασία τών μή κατοικίδιων πτηνών 2. (ως αρσ.) α) το φυτό στρούθειον* β) (για πρόσ.) μτφ. (κατά τον Ησύχ.) λάγνος, ασελγής και ακόλαστος άνθρωπος, επειδή και τα παραπάνω πτηνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”